ἑτερόπλοκος

From LSJ
Revision as of 22:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόπλοκος Medium diacritics: ἑτερόπλοκος Low diacritics: ετερόπλοκος Capitals: ΕΤΕΡΟΠΛΟΚΟΣ
Transliteration A: heteróplokos Transliteration B: heteroplokos Transliteration C: eteroplokos Beta Code: e(tero/plokos

English (LSJ)

ον,    A irregularly combined, Diom.p.481 K.

Greek Monolingual

ἑτερόπλοκος, -ον (Α)
φρ. «ἑτερόπλοκοι πόδες» — πεντασύλλαβοι μετρικοί πόδες που μπορεί να λάβουν 32 διαφορετικά μετρικά σχήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. πολύ-πλοκος].