ἀμφινάω
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
A flow round about, ὕδατος ἀμφιναέντος Emp.84.
German (Pape)
[Seite 141] rings umfließen, ὕδατος ἀμφινάοντος Empedocl. 282.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφινάω: περιρρέω, ὕδωρ ἀμφινάον Ἐμπεδ. 228.
Spanish (DGE)
fluir enteramente alrededor ὕδατος ... ἀμφιναέντος Emp.B 84.10.
Greek Monolingual
ἀμφινάω (Α)
ρέω, χύνομαι ολόγυρα από κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφινάω: течь вокруг, обтекать (ὕδατος βένθος ἀμφινάοντος Emped. ap. Arst.).