ἐπίσπαστρον

Revision as of 21:25, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

τό,

   A rope for pulling, D.S.17.90; also, a fowler's net, Dionys.Av.3.12.    2. = ἐπισπαστήρ 1, Poll.10.22.    II. that which is drawn over, curtain, hanging, LXXEx.26.36.

German (Pape)

[Seite 981] τό, Alles, womit man Etwas an-, zuzieht; der Griff, womit man die Thür zuzieht, Poll. 10, 22; Zugseil, D. Sic. 17, 90; ein Zugnetz der Vogelsteller, Opp. Ix. 3, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσπαστρον: τό, σχοινίον δι’ οὗ ἀνασύρει τίς τι ἢ ῥυμουλκεῖ, Διόδ. 17. 90· ὡσαύτως, ὁ βρόχος τοῦ ὀρνιθοθήρα, Ὀππ. Ἰξευτ. 3. 12, Ἡσύχ. 2) = ἐπισπαστήρ, Πολυδ. Ι΄, 22, «ῥόπτρον ἐπίσπαστρον θύρας» Εὐστ. Ὀδ. 1429. 2. ΙΙ. τὸ ἐπισυρόμενον, παραπέτασμα, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚϚ΄, 36).

Greek Monolingual

ἐπίσπαστρον, τὸ (AM) επισπώ
έπισπαστήρ
αρχ.
1. σχοινί
2. παραπέτασμα («καὶ ποιήσεις ἐπίσπαστρον τῇ θύρᾳ τῆς σκηνῆς ἐξ ὑακίνθου καὶ πορφύρας», ΠΔ).