ἰοπλόκαμος

From LSJ
Revision as of 23:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰοπλόκᾰμος Medium diacritics: ἰοπλόκαμος Low diacritics: ιοπλόκαμος Capitals: ΙΟΠΛΟΚΑΜΟΣ
Transliteration A: ioplókamos Transliteration B: ioplokamos Transliteration C: ioplokamos Beta Code: i)oplo/kamos

English (LSJ)

ον,    A with dark locks, Μοῖσαι Pi.P.1.1,cf. Simon.18.

German (Pape)

[Seite 1256] veilchen-, d. i. dunkellockig, Μοῖσα Pind. P. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἰοπλόκᾰμος: -ον, ἔχων ἰοειδεῖς, μέλανας πλοκάμους, ἰοπλοκάμων Μοισᾶν Πινδ. Π. 1. 2, Σιμωνίδ. 21.

English (Slater)

ῐοπλόκᾰμος, -ον
   1 with violet hair ἰοπλοκάμων Μοισᾶν (P. 1.1)

Greek Monolingual

ἰοπλόκαμος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκούρες πλεξούδες, πλοκάμους με χρώμα ίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -πλόκαμος (< πλόκαμος), πρβλ. απαλο-πλόκαμος.

Russian (Dvoretsky)

ἰοπλόκᾰμος: (ῐ) с иссиня-черными волосами, темноволосый (Μοῖσα Pind.).