βαιός
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ά, όν,
A little, small, βαιὰ ποικίλλειν ἐν μακροῖσιν κτεάνων Pi.P. 9.77; β. νῆσος A.Pers.448; μέρος β. ἔχειν Id.Ag.1574 (lyr.); ὄλβος prob. in E.Fr.825; γλῶττα Ar.Nu.1013; μαλλὸς εἰρίων Herod.8.12; scanty, and of number, few, σῦκα βαιά Anan.3, cf. Hp.Lex1; βαιά γ' ὡς ἀπὸ πολλῶν A.Pers.1023 (lyr.); β. κύλιξ a scanty cup, i.e. one only, S.Fr.42, Lyc.Fr.3; ῥάκη β. a few, paltry, S.Ph.274; εἶπε πρός με βαιά few words, Id.Aj.292; but βαιὰν . . λόγων φάμαν low-spoken, Id.Ph.845 (lyr.); ἥσθην δὲ βαιά, πάνυ δὲ βαιά, τέτταρα Ar. Ach.2; ἐχώρει βαιός he was going with scanty escort, i. e. alone, S. OT750; of condition, mean, humble, βαιοί, opp. οἱ μεγάλοι, Id.Aj. 160 (anap.); ἐκ κάρτα βαιῶν γνωτὸς ἂν γένοιτ' ἀνήρ from a low condition, Id.Fr.282; οὐχὶ βαιὰ τἀνθυμήματα Id.OC1199; βαιᾷ τῇδ' ὑπὸ στέγῃ Id.Ph.286; of time, short, Sol.10, S.Tr.44; βαιῆς ἄπο from infancy (of a girl), IG14.1892: neut. βαιόν as Adv., a little, S.Aj. 90, Ph.20: of time, Id.OC1653, Tr.335: pl., βαιά, φρονήσει τύχη μάχεται Democr.119; κατὰ βαιόν by little and little, D.P.622: Comp. βαιότερος, opp. μείζων, Parm.8.45, cf. Opp.C.3.86: Sup. -ότατος AP9.438 (Phil.).—Poet., Ion., and later Prose, as Phld.Rh.1.195, 244S., Id.Ir.p.95 W.
German (Pape)
[Seite 426] ά, όν, klein, gering, βαιὰ ποικίλλειν ἐν μακροῖσιν Pind. P. 9, 77; μέρος Aesch. Ag. 1556; νῆσος Pers. 440; στέγη Soph. Phil. 286; χρόνος, Ggstz οὐχὶμυρίος, Tr. 44; vgl. Phani. 1 (XII, 31) u. öfter; Ggstz der μεγάλοι, vom niedrigen Stande, Ai. 160; τράπεζα Antiphan. Ath. XII, 544 f; oft in Anth., βαιῆς ἄπο, sc. ἡλικίας, von klein auf, Ep. ad 732 (App. 210); βαιότερον, Ggstz von μεῖζον, Parmenid. 106. – Adv. βαιόν, ein wenig, Soph. Ai. 90 u. sp. D.; βαιά Ar. Ach. 2; κατὰ βαιόν, nach und nach, D. Per. 622. In Prosa Hippocr. p. 2, 4 F. im Ggstz von πολλοί.