καλαθηφόρος

Revision as of 17:59, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A basket-carrying, Hsch.: Καλαθηφόροι, title of play by Eubulus.

German (Pape)

[Seite 1306] korbtragend, Hesych., οἱ κ., Titel einer Komödie des Eubulus.

Greek Monolingual

καλαθηφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που κρατά καλάθι
2. στον πληθ. Καλαθηφόροι
τίτλος δράματος του Ευβούλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καλαθηφόρος αντί καλαθοφόρος για μετρικούς λόγους
προέρχεται από κάλαθος + -φορος (< φόρος < φέρω), πρβλ. θανατη-φόρος, στεφανηφόρος.