καλαθηφόρος

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰθηφόρος Medium diacritics: καλαθηφόρος Low diacritics: καλαθηφόρος Capitals: ΚΑΛΑΘΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kalathēphóros Transliteration B: kalathēphoros Transliteration C: kalathiforos Beta Code: kalaqhfo/ros

English (LSJ)

καλαθηφόρον, basket-carrying, Hsch.: Καλαθηφόροι, title of play by Eubulus.

German (Pape)

[Seite 1306] korbtragend, Hesych., οἱ κ., Titel einer Komödie des Eubulus.

Greek Monolingual

καλαθηφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που κρατά καλάθι
2. στον πληθ. Καλαθηφόροι
τίτλος δράματος του Ευβούλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καλαθηφόρος αντί καλαθοφόρος για μετρικούς λόγους
προέρχεται από κάλαθος + -φορος (< φόρος < φέρω), πρβλ. θανατη-φόρος, στεφανηφόρος.