κεραυνίας
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
ου, ὁ, A thunder-stricken, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1422] ὁ, vom Donnerkeil getroffen, Hesych.; – λίθος, Donnerstein.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνίας: -ου, ὁ, ὑπὸ κεραυνοῦ πληγείς, «κεκεραυνωμένος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κεραυνίας, ὁ (Α) κεραυνός
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό.