λυροποιός
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
English (LSJ)
ὁ,
A lyre-maker, And.1.146, Pl.Euthd. 289b, 289d, Cra.390b, Anacr.30 (codd. Heph., μυρο- Bgk. from Poll.7.177).
Greek (Liddell-Scott)
λῠροποιός: ὁ, ὁ ποιῶν, κατασκευάζων, λύρας, Ἀνδοκ. 10. 8, Πλάτ. Εὐθύδ. 289Β, D, Κρατ. 390Β, πρβλ. Bgk. Ἀνακρ. 27. ΙΙ. λυρικὸς ποιητής, Ττέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 65, 14.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant de lyres, luthier.
Étymologie: λύρα, ποιέω.
Greek Monolingual
λυροποιός, ὁ (ΑM)
μσν.
λυρικός ποιητής
αρχ.
κατασκευαστής λυρών.
Greek Monotonic
λῠροποιός: ὁ (ποιέω), κατασκευαστής λύρας, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
λῠροποιός: ὁ мастер, изготовляющий лиры Plat.
Middle Liddell
λῠρο-ποιός, οῦ, ὁ, ποιέω
a lyre-maker, Plat.