οὐράνη
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (οὖρον)
A chamber-pot, A.Fr.180.2, S.Fr.565. II = οὐρητήρ, Poll.2.223.
German (Pape)
[Seite 416] ἡ, Urin-, Nachttopf; κάκοσμος, Aesch. frg. 15; Soph. frg. 147; vgl. Ath. I, 17. – Nach Poll. 2, 223 auch = οὐρήθρα.
Greek (Liddell-Scott)
οὐράνη: [ᾰ], ἡ, (οὖρον) οὐροδοχεῖον, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 179, Σοφ. Ἀποσπ. 147. ΙΙ. = οὐρητήρ, Πολυδ. Β´, 223.
Greek Monolingual
οὐράνη, ἡ (Α)
1. ουροδοχείο
2. ουρητήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρον + επίθημα -άνη (πρβλ. λεκ-άνη, σκαπ-άνη)].
Russian (Dvoretsky)
οὐράνη: (ᾰ) ἡ ночная посуда Aesch., Soph.