ξηρόδερμος
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
ον, A dry-skinned, Aët.1.107.
Greek Monolingual
ξηρόδερμος, -ον (Α)
αυτός που έχει ξηρό δέρμα, που πάσχει από ξηροδερμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. κακό-δερμος].