παντοεργός
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
English (LSJ)
όν, A all-effective, δύναμις Philol. ap. Stob.1 Prooem. 3.
German (Pape)
[Seite 464] Alles thuend, vollendend, Stob. ecl. phys. 1, 3 aus Philol.
Greek (Liddell-Scott)
παντοεργός: -όν, ὁ τὰ πάντα ἐργαζόμενος, ἐκτελῶν, κατορθῶν, δύναμις Φιλόλαος ἐν Στοβ. Ἐκκλ. 1.8.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ
αυτός που κατορθώνει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -εργός (< ἔργον), πρβλ. καλο-εργός].