πολύκομπος
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
English (LSJ)
ον,
A loud-sounding, αὐλός v.l. in Poll.4.67.
German (Pape)
[Seite 664] viel lärmend, laut tönend, αὐλός, Poll. 4, 67.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκομπος: -ον, ὁ πολὺ κομπάζων, μεγαλαυχῶν, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 598Β· ― ὁ μεγάλως ἠχῶν, αὐλὸς Πολυδ. Δ΄, 67.
Greek Monolingual
(I)
-ον, Α
αυτός που παράγει δυνατό ήχο, που ηχεί δυνατά («πολύκομπος αὐλός», Πολυδ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κόμπος (Ι) «ήχος, κρότος»].
(II)
-ον, Μ
αυτός που κομπάζει πολύ, αυτός που φέρεται πολύ αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κομπος (< κόμπος [Ι] «κομπασμός»), πρβλ. ματαιό-κομπος].
(III)
-η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει πολλούς κόμπους, πολλούς ρόζους («με τρία κουμπούρια εις την μέσην και με βαρείαν μαγκούραν πολύκομπον», Παπαδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύκομπο
βοτ. το φυτό πολυκόμπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κόμπος [II] (πρβλ. χιλιό-κομπος)].