πολυθάλμιος
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ον, A much-nourishing, Orph.H.68.1.
German (Pape)
[Seite 663] viel nährend, Orph. H. 67, 1. Vgl. ζωθάλμιος.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠθάλμιος: -ον, ὁ ζωογονῶν τὰ πάντα, Ὀρφ. Ὕμν. 67. 1· πρβλ. ζωθάλμιος, φυτάλμιος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που τρέφει, που αναζωογονεί πολύ
2. αυτός που τρέφει, που αναζωογονεί πολλούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -θάλμιος (< θαλμός < θάλλω «ακμάζω»), πρβλ. βιο-θάλμιος, ζω-θάλμιος].