στενόπρωκτος
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
ον, A narrow-rumped, Phot.
German (Pape)
[Seite 935] mit schmalem Hinterm, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
στενόπρωκτος: -ον, ὁ ἔχων στενὸν πρωκτόν, Φώτ.
Greek Monolingual
Μ
(κατά τον Φώτ.) «ὁ στενὸν πρωκτὸν ἔχων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + πρωκτός.