τετραυγής

From LSJ
Revision as of 08:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετραυγής Medium diacritics: τετραυγής Low diacritics: τετραυγής Capitals: ΤΕΤΡΑΥΓΗΣ
Transliteration A: tetraugḗs Transliteration B: tetraugēs Transliteration C: tetravgis Beta Code: tetraugh/s

English (LSJ)

ές,    A four-eyed, θεός Orph.Fr.77: also as epith. of a kind of stone, shot with four colours, Id.L.230.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που έχει τέσσερεις οφθαλμούς
2. (για κάποιο είδος λίθου) αυτός που ακτινοβολεί τέσσερα χρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -αυγής (< αὐγή ή αὖγος, το), πρβλ. δι-αυγής].