ἐλαιοθέσιον
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
τό, A oiling-room in the palaestra, Vitr.5.11.2. II = foreg., SIG900.18 (Zeus Panam.).
German (Pape)
[Seite 788] τό, das Salbzimmer in der Ringschule u. im Bade, Vitruv. 5, 11, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιοθέσιον: τό, τὸ δωμάτιον ἐν τοῖς βαλανείοις ἐν ᾧ ἐχρίοντο δι’ ἐλαίου, Βιτρούβ. 5. 11, 2.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Grafía: graf. ἐλεο- ICPisidia 117.25 (III d.C.)
1 sala de fricciones de aceite en las palestras, Vitr.5.11.2.
2 suministro, abastecimiento de aceite para el gimnasio τὰ ἐλαιοθέσια παρέσχον τοῖς πολείταις καὶ ξένοις IStratonikeia 310.18 (IV d.C.), cf. Lindos 465e.14 (II d.C.), ICPisidia l.c.
Greek Monolingual
ἐλαιοθέσιον, το (Α)
δωμάτιο στις παλαίστρες και τα βαλανεία, όπου έχριαν τα σώματα με λάδι.