ἀντίρρησις

From LSJ
Revision as of 13:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίρρησις Medium diacritics: ἀντίρρησις Low diacritics: αντίρρησις Capitals: ΑΝΤΙΡΡΗΣΙΣ
Transliteration A: antírrēsis Transliteration B: antirrēsis Transliteration C: antirrisis Beta Code: a)nti/rrhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,    A gainsaying, altercation, ἀ. γίγνεταί τινι πρός τινα περί τινος Plb.2.7.7; controversy, Gal.Phil.Hist.24 D.; refutation of, D.S.1.38, J.Ap.2.1, Hermog.Id.1.8, Gal.1.131; counter-statement, POxy.68.11 (ii A. D.); reply, Phld.Rh.1.384S., al., Sign.7, cf. 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίρρησις: -εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἐναντίος ἰσχυρισμός, ἀντιλογία, πρός τινα Πολύβ. 2. 7, 7· ἐναντιολογία, ἀναίρεσις, Διόδ. 1. 38.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ

• Grafía: tb. ἀντίρησις POxy.68.11 (II d.C.)
I altercado, controversia γενομένης τινὸς ἀντιρρήσεως τοῖς στρατιώταις πρὸς τοὺς στρατηγοὺς ὑπὲρ ὀψωνίων Plb.2.7.7, ἀντιρρήσεως γινομένης Plb.28.2.4.
II 1refutación καὶ ταύτην δὲ τὴν ἀπόφασιν οὐ πολλῆς ἀντιρρήσεως δεῖσθαι συμβέβηκε D.S.1.38, τήν τε ἀντίρρησιν ἐποιησάμην πρὸς Μανεθῶνα I.Ap.2.1, καὶ παυσαμένου μὴ εὐθέως ἐπιβάλλῃ τὴν ἀντίρρησιν Plu.2.39c, cf. Ammon.Diff.44, Gal.1.131, Hermog.Id.1.8 (p.262), A.D.Synt.215.9, 265.3, Coni.214.9
réplica πειρᾶταίτε Διονύσιος πρὸς ἃς φέρουσιν ἀντιρρήσεις οἱ παρ' ἡμῶν φιλοτεχνεῖν Phld.Sign.7.7, cf. Rh.1.384
sentencia en contra, condena ὅτι οὐκ ἔστιν γινομένη ἀντίρρησις ἀπὸ τῶν ποιούντων τὸ πονηρὸν ταχύ LXX Ec.8.11.
2 declaración contraria en un pleito ποιοῦμαι τὴν δαίουσαν ἀντίρησιν POxy.l.c., cf. SB 5357.12 (V d.C.).
III acción para evitar que se tome algo en prenda μηδεμιᾶς ἀποδόσεως [μήτε] ἀντιρρήσεως γεναμένης Mitteis Chr.2.240.23 (II d.C.).

Russian (Dvoretsky)

ἀντίρρησις: εως ἡ
1) возражение, тж. спор (πρός τινα Polyb. и πρός τι Plut.);
2) опровержение (τῆς ἀποφάσεως Diod.).