ἡλιόμορφος

From LSJ
Revision as of 23:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡλιόμορφος Medium diacritics: ἡλιόμορφος Low diacritics: ηλιόμορφος Capitals: ΗΛΙΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: hēliómorphos Transliteration B: hēliomorphos Transliteration C: iliomorfos Beta Code: h(lio/morfos

English (LSJ)

ον,    A sun-shaped, Castorio 1.

German (Pape)

[Seite 1162] von der Gestalt der Sonne, sonnenförmig, poet. bei Ath. XII, 542 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιόμορφος: -ον, ἔχων τὸ σχῆμα τοῦ ἡλίου, Ποιητὴς παρ᾿ Ἀθην. 542Ε.

Greek Monolingual

και λιόμορφος, -η, -ο (AM ἡλιόμορφος, -ον)
αυτός που έχει το σχήμα του ήλιου
νεοελλ.-μσν.
ωραίος σαν τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό-μορφος, πολύ-μορφος].