ῥυτιδώδης

Revision as of 09:47, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ες,    A wrinkled-looking, γαστέρες Hp.Prorrh.2.23, cf. Arist.HA604a28; τὰ ῥ. τῶν προσώπων Id.Phgn.808a8; φύλλον -έστερον Thphr.HP4.6.6.

German (Pape)

[Seite 854] ες, runzlig, von runzligem Ansehen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠτῐδώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων ῥυτίδας, πλήρης ῥυτίδων, γαστέρες Ἱππ. Προρρ. 105, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 2· τὰ περὶ τὰ ὄμματα ῥ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 3, 1· φύλλον ῥ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 6.

Greek Monolingual

-ες / ῥυτιδώδης, -ῶδες, ΝΑ ῥυτίς, -ίδος]
γεμάτος ρυτίδες, ρυτιδωμένος, ρυτιδιασμένος.

Russian (Dvoretsky)

ῥῠτῐδώδης: морщинистый, сморщенный (μέτωπον Arst.).