συντερμονέω

From LSJ
Revision as of 08:02, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντερμονέω Medium diacritics: συντερμονέω Low diacritics: συντερμονέω Capitals: ΣΥΝΤΕΡΜΟΝΕΩ
Transliteration A: syntermonéō Transliteration B: syntermoneō Transliteration C: syntermoneo Beta Code: suntermone/w

English (LSJ)

   A march with, border on, χώρᾳ Plb.1.6.4, 2.21.9.

Greek (Liddell-Scott)

συντερμονέω: εἶμαι συντέρμων, συνορεύω, τινι Πολύβ. 1. 6, 4., 2. 21, 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être limitrophe de, τινι.
Étymologie: συντέρμων.

Greek Monotonic

συντερμονέω: μέλ. -ήσω, συνορεύω, είμαι όμορος με, γειτονικός με, τινί, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συντερμονέω: быть сопредельным, граничить (τῇ τῶν Λατίνων χώρᾳ Polyb.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to border on, τινί Polyb. [from συντέρμων