κερατωνία

From LSJ
Revision as of 09:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερατωνία Medium diacritics: κερατωνία Low diacritics: κερατωνία Capitals: ΚΕΡΑΤΩΝΙΑ
Transliteration A: keratōnía Transliteration B: keratōnia Transliteration C: keratonia Beta Code: keratwni/a

English (LSJ)

ἡ,    A = κερωνία, κερατέα, carob-tree, Ceratonia Siliqua, Gal. 12.23, Aët.1.201, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1422] ἡ, = κερατέα, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κερατωνία: ἡ, = κερατέα, Γαλην., ΧΙΙΙ, 189C, Ἀέτ. Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κερατωνία, ἡ (Α)
το δέντρο κερατέα, η χαρουπιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από συμφυρμό τών κερατέα και κερωνία.