πολλύνομαι

From LSJ
Revision as of 17:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολλύνομαι Medium diacritics: πολλύνομαι Low diacritics: πολλύνομαι Capitals: ΠΟΛΛΥΝΟΜΑΙ
Transliteration A: pollýnomai Transliteration B: pollynomai Transliteration C: pollynomai Beta Code: pollu/nomai

English (LSJ)

Pass.,    A to be multiplied, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

πολλύνομαι: παθ., γίνομαι πολύς, «πολλύνεται· πολὺς γίνεται, αὐξάνει, πληθύνει» Φώτ. 441, 7.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Φώτ.) γίνομαι πολύς, αυξάνομαι, πληθύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο)- του πολύς + ρημ. κατάλ. -ύνω / -ύνομαι (πρβλ. μηκ-ύνομαι, πληθ-ύνομαι)].