ἐξισάζω
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
A make equal, τοῖς ἐνθυμήμασι τὴν λέξιν Steph.in Hp.1.57 D.; σεαυτὸν τῷ θεῷ Corp.Herm.11.20, cf. Sch.Il.13.745:—Med., make oneself equal, LXXSi.35(32).9(13).—Pass., to be equal, τῇ Ἰνδικῇ Str.2.1.31. II Act. intr., to be equal, Id.17.3.1, Hermog.Stat.1, Olymp. in Mete.158.15. 2 to be coextensive, Ascl.in Metaph.381.31, Procl.in Prm.p.857S., Dam.Pr.144; ταῦτα ἀλλήλοις ἐξισάζει Procl.in R.1.29K.
German (Pape)
[Seite 883] gleich sein, Sp.; – gleich machen, Schol. Il. 13, 745; – im pass., Strab. II p. 84.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξῐσάζω: κάμνω τι ἴσον, ἰσάζω, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 745. - Μέσ., κάμνω ἐμαυτὸν ἴσον, ἐν μέσῳ μεγιστάνων μὴ ἐξισάζου Ἑβδ. (Σειρ. ΑΕ΄ (ΛΒ΄) 9): - Παθ., εἶμαι ἴσος, τινὶ Στράβ. 84.
Greek Monolingual
ἐξισάζω (AM)
1. ισιώνω
2. μέσ. θεωρώ τον εαυτό μου ίσο με κάποιον
μσν.
φέρνω ισορροπία
αρχ.
1. είμαι ίσος
2. παθ. ἐξισάζομαι
κρίνομαι, είμαι ίσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ισάζω «εξισώ» (< ίσος)].