ἰταμῶς
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec hardiesse ou effronterie;
Cp. ἰταμώτερον.
Étymologie: ἰταμός.
Russian (Dvoretsky)
ἰτᾰμῶς:
1) стремительно, бурно: ἰταμώτερον τοῦ δέοντος Plat. с большим, чем нужно, рвением;
2) смело, дерзко (ὑφιστάναι τὸν θόρυβον Plut.).
English (Woodhouse)
(see also: ἰταμός) eagerly, impetuously