δυσπετῶς
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
French (Bailly abrégé)
adv.
difficilement.
Étymologie: δυσπετής.
Russian (Dvoretsky)
δυσπετῶς: ион. δυσπετέως с трудом, тяжело (φέρειν τοὺς ἄθλους Aesch.; κτᾶσθαί τι Her.).
English (Woodhouse)
(see also: δυσπετής) with difficulty