πλημμελῶς
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
French (Bailly abrégé)
adv.
contre la règle, à tort.
Étymologie: πλημμελής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλημμελῶς adv. van πλημμελής.
Russian (Dvoretsky)
πλημμελῶς: беспорядочно, нестройно (κινεῖσθαι Plat.).