οἰωνοσκόπος
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
ὁ, = οἰωνιστής, E. Supp. 500, IG 12(8).528 (Thasos), Epigr.Gr. 391 (Trajanopolis); = Latin augur, DH. 3.70, etc.
Greek (Liddell-Scott)
οἰωνοσκόπος: ὁ, = οἰωνιστής, Εὐρ. Ἱκέτ. 500, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 371.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui observe le vol ou le cri des oiseaux ; augure.
Étymologie: οἰωνός, σκοπέω.
Greek Monotonic
οἰωνοσκόπος: ὁ, = οἰωνιστής, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
οἰωνοσκόπος: ὁ птицегадатель Eur.
Middle Liddell
οἰωνο-σκόπος, ὁ, = οἰωνιστής, Eur.]