μετακινητός
From LSJ
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
English (LSJ)
ή, όν, A to be disturbed, ὁμολογία Th.5.21.
Greek (Liddell-Scott)
μετακῑνητός: -ή, -όν, ὃν δύναται τις νὰ μετακινήσῃ, νὰ διαταράξῃ ὁμολογία Θουκ. 5. 21.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on peut ou qu’il faut déplacer ou changer.
Étymologie: adj. verb. de μετακινέω.
Greek Monotonic
μετακῑνητός: -ή, -όν, αυτός που μπορεί να μετατοπιστεί, να μεταβληθεί, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
μετακινητός: подлежащий изменению (νόμοι Solon ap. Plut.).
Middle Liddell
μετακῑνητός, ή, όν [from μετακῑνέω]
to be disturbed, Thuc.