βαρύκομπος
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
English (LSJ)
ον,
A loud-roaring, λέοντες Pi.P. 5.57.
English (Slater)
βᾰρύκομπος
1 loud roaring βαρύκομποι λέοντες (P. 5.57)