μητρομιξία

From LSJ
Revision as of 12:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρομιξία Medium diacritics: μητρομιξία Low diacritics: μητρομιξία Capitals: ΜΗΤΡΟΜΙΞΙΑ
Transliteration A: mētromixía Transliteration B: mētromixia Transliteration C: mitromiksia Beta Code: mhtromici/a

English (LSJ)

ἡ,    A incest with one's mother, S.E.M.11.191.

German (Pape)

[Seite 180] ἡ, leibliche Vermischung mit der Mutter, Sext. Emp. adv. eth. 191.

Greek (Liddell-Scott)

μητρομιξία: ἡ, ἡ μετὰ τῆς μητρὸς σαρκικὴ μῖξις, αἱμομιξία, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 191.

Greek Monolingual

μητρομιξία και μητρομειξία, ἡ (Α)
η σαρκική επαφή με τη μητέρα, αιμομιξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ μητρός + -μιξία (< -μίχτης < μίγνυμι / μείγνυμι), πρβλ. θεομιξία].

Russian (Dvoretsky)

μητρομιξία: ἡ кровосмешение Sext.