κανθηλικός

From LSJ
Revision as of 22:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κανθηλικός Medium diacritics: κανθηλικός Low diacritics: κανθηλικός Capitals: ΚΑΝΘΗΛΙΚΟΣ
Transliteration A: kanthēlikós Transliteration B: kanthēlikos Transliteration C: kanthilikos Beta Code: kanqhliko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A belonging to a pack-saddle, σαγή prob. in PGoodsp.Cair.30xxxviii 16 (ii A. D.).

Greek Monolingual

κανθηλικός, -ή, -όν (Α) κανθήλιον
αυτός που αναφέρεται στο κανθήλιο, στον όνο («τιμή σάγης κανθηλικῆς» — αξία σάγματος, σαμαριού όνου].