σποδιακός
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Full diacritics: σποδιακός | Medium diacritics: σποδιακός | Low diacritics: σποδιακός | Capitals: ΣΠΟΔΙΑΚΟΣ |
Transliteration A: spodiakós | Transliteration B: spodiakos | Transliteration C: spodiakos | Beta Code: spodiako/s |
ή, όν, A made from σπόδιον, Orib.Syn.3.129, Aët.7.23, Paul.Aeg.3.22.6, 7.16.17.
[Seite 923] aus Metallasche, Sp.
σποδιακός: ή,όν, ὁ ἐκ σποδίου, ἐκ σκωρίας πεποιημένος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλ. Αἰγ.
-ή, -όν, ΜΑ σπόδιον
αυτός που προέρχεται από σκουριά.