συντακτός

From LSJ
Revision as of 08:01, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντακτός Medium diacritics: συντακτός Low diacritics: συντακτός Capitals: ΣΥΝΤΑΚΤΟΣ
Transliteration A: syntaktós Transliteration B: syntaktos Transliteration C: syntaktos Beta Code: suntakto/s

English (LSJ)

ή, όν,    A constructed with (cf. συντάσσω 11.5), ὀρθῇ πτώσει Stoic.2.59: also abs., πρᾶγμα συντακτὸν περί τινος, as a definition of κατηγόρημα, Apollod.ibid., cf. Diog.Bab.ib.3.213.

Greek (Liddell-Scott)

συντακτός: -ή, -όν, συντεταγμένος μετά τινος, (πρβλ. συντάσσω ΙΙ. 5), ὀρθῇ πτώσει Διογ. Λ. 7. 64, πρβλ. 58.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συντάσσω
1. συντεταγμένος με κάποιον
2. φρ. «πρᾱγμα συντακτὸν περί τινος»
(ως ορισμός) το κατηγόρημα (Διογ. Βαβ.).

Russian (Dvoretsky)

συντακτός: [adj. verb. к συντάσσω грам. построенный, присоединенный, сочиненный: σ. ὀρθῇ πτώσει Diog. L. построенный с именительным падежом.