τέτορες
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
οἱ, αἱ, τέτορα, τά, Dor. for τέσσαρες (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1096] οἱ, αἱ, τέτορα, τά, dor. statt. τέσσαρες, Hes. O. 700; Epigr. bei Her. 7, 228.
Greek (Liddell-Scott)
τέτορες: οἱ, αἱ, τέτορα, τά, Δωρ. ἀντὶ τέσσαρες.
French (Bailly abrégé)
dor. c. τέσσαρες.
Greek Monolingual
οἱ, αἱ, ουδ. τέτορα, τὰ, Α
(δωρ. τ.) βλ. τέσσερεις.
Greek Monotonic
τέτορες: οἱ, αἱ, τέτορα, τά, Δωρ. αντί τέσσαρες.
Russian (Dvoretsky)
τέτορες: α дор. Hes. etc. = τέσσαρες.