τεκνοκτόνος

Revision as of 08:37, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

(parox.), ον,    A murdering children, μύσος (of a person) E. HF1155, cf. Ph.2.82, J.Ap.2.24, Hld.10.16.

German (Pape)

[Seite 1082] Kinder tödtend, Kindermörder, μῖσος Eur. Herc. Fur. 1155.

Greek (Liddell-Scott)

τεκνοκτόνος: -ον, ὁ ἀποκτείνων τέκνα, παιδοκτόνος, τ. μύσος, ἐπὶ ἀνθρώπου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1155.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue ses enfants.
Étymologie: τέκνον, κτείνω.

Greek Monolingual

-ον, Α
παιδοκτόνος (α. «τεκνοκτόνος γινόμενος», Ηλιόδ.
β. «τεκνοκτόνον μίσος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητρο-κτόνος.

Greek Monotonic

τεκνοκτόνος: -ον (κτείνω), παιδοκτόνος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τεκνοκτόνος: детоубийственный (μύσος Eur.).

Middle Liddell

τεκνο-κτόνος, ον, κτείνω
murdering children, Eur.