πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
Full diacritics: τύτε | Medium diacritics: τύτε | Low diacritics: τύτε | Capitals: ΤΥΤΕ |
Transliteration A: týte | Transliteration B: tyte | Transliteration C: tyte | Beta Code: tu/te |
Adv., said to be Aeol. for τότε, An.Ox.1.64. τύτη· τὸ αὐτόθι, Hsch.
τύτε: Αἰολ. τύπος ἀντὶ τότε ἐν Κραμήρου Ὀξ. Ἀνέκδ.· τόμ. 1. σ. 64, 5: «παρὰ τοῖς Αἰολεῦσι εὑρίσκομεν τὸ μόγις, μύγις· τότε τύτε».
Α
επίρρ. (αιολ.τ.) βλ. τότε.