οἰκοσιτία

From LSJ
Revision as of 14:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοσῑτία Medium diacritics: οἰκοσιτία Low diacritics: οικοσιτία Capitals: ΟΙΚΟΣΙΤΙΑ
Transliteration A: oikositía Transliteration B: oikositia Transliteration C: oikositia Beta Code: oi)kositi/a

English (LSJ)

ἡ,    A living at one's own expense, Poll.6.36.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοσῑτία: ἡ, τὸ σιτεῖσθαι, τρέφεσθαι ἐν τῷ οἴκῳ ἢ ἐκ τῶν ἰδίων, Πολυδ. Ϛ΄, 36.

Greek Monolingual

οἰκοσιτία, ἡ (Α) οικόσιτος
το να τρώγει κάποιος στο σπίτι ή το να συντηρείται με δικά του έξοδα.