σακκοπήρα
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
ἡ, A knapsack, wallet, rejected by Poll.10.161, who cites it from Apollod.Car.1: found in PEnteux.32.7 (iii B.C.), PLond.2.402v.16 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 858] ἡ, Sacktasche, Schnappsack, Mantelsack, Poll. 10, 161 aus Apollod. Caryst.
Greek (Liddell-Scott)
σακκοπήρα: ἡ, πήρα ἐκ σάκκου, σακκίον ὁδοιπορικόν, «ταγάρι», ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Ι΄ 161, μνημονεύοντος τὴν λέξιν ἐκ τοῦ Ἀπολλοδ. Κωμ. («Ἀμφ.» 1).
Greek Monolingual
η / σακκοπήρα, ΝΜΑ
οδοιπορικός σάκος από τρίχινο ύφασμα, ταγάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + πήρα «οδοιπορικός σάκος, ταγάρι»].