ἑρκοθηρικός

From LSJ
Revision as of 22:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρκοθηρικός Medium diacritics: ἑρκοθηρικός Low diacritics: ερκοθηρικός Capitals: ΕΡΚΟΘΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: herkothērikós Transliteration B: herkothērikos Transliteration C: erkothirikos Beta Code: e(rkoqhriko/s

English (LSJ)

ή, όν, (θήρα)    A of or for netting or fishing with nets, Pl.Sph.220c :

German (Pape)

[Seite 1031] ή, όν, zur Jagd mit Stellnetzen gehörig, Plat. Soph. 220 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρκοθηρικός: -ή, -όν, (θήρα) ἀνήκων εἰς τὸ θηρεύειν διὰ θηρευτικῶν δικτύων, τοῦτο ἑρκοθηκόν τῆς ἄγρας τὸ μέρος φήσομεν εἶναι Πλάτ. Σοφ. 220C. ἑρκοθηρευτική (ἐξυπ. τέχνη) Πολυδ. Ζ΄, 139· -ρευτής, ὁ αὐτόθι 137.

Greek Monolingual

ἑρκοθηρικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι που γίνεται με δίχτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρκος + θηρικός].