δαρός
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
δᾱρό-βιος, Dor. for δηρός, δηρό-βιος:δαρόν also expld. by ἑορτή, and ἄρτος ἄζυμος (cf. δάρατος), Hsch.
Spanish (DGE)
v. δηρός.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δᾱρός: δᾱρόβιος, Δωρ. ἀντὶ δηρός, δηρόβιος.
French (Bailly abrégé)
dor. c. δηρός.
Greek Monotonic
δᾱρός: δᾱρό-βιος, Δωρ. αντί δηρός, δηρό-βιος.