διηγηματικός

From LSJ
Revision as of 19:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διηγηματικός Medium diacritics: διηγηματικός Low diacritics: διηγηματικός Capitals: ΔΙΗΓΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diēgēmatikós Transliteration B: diēgēmatikos Transliteration C: diigimatikos Beta Code: dihghmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A descriptive, narrative, δ. ποίησις, μίμησις, Arist.Po.1459a17, b36; παρεκβάσεις Plb.38.6.1; διάλογοι Plu.2.711c; ποιητής Sch.Il.Oxy.1086.59. Adv. -κῶς Corn.Rh.p.371H., D.L.9.103.    II fond of narrating, τινός Plu.2.631a, cf. 513d.

Greek (Liddell-Scott)

διηγηματικός: -ή, -όν, περιγραφικός, ἀνήκων εἰς διήγημα, δ. ποίησις, μίμησις Ἀριστ. Ποιητ. 23, 1., 24. 9, - Ἐπίρρ. -κῶς, Διογ. Λ. 9. 103.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1narrativo, expositivo λόγος Eus.HE 5.praef.4, cf. Gr.Nyss.V.Gr.Thaum.26.25, c. gen. obj. λόγος δ. ... τῶν ... γεγενημένων Eus.M.22.945A
gener. en crít. lit. ἡ μίμησις Arist.Po.1459b36, cf. 1459a17, παρεκβάσεις Plb.38.6.1, de un proemio, Hermog.Inu.1.4 (p.106), λόγος Alex.Aphr.in Top.7.25, σχῆμα δ. op. δραματικόν D.H.Th.37.2, cf. Plu.2.711b, D.L.3.50, Longin.9.13, Sch.A.Eu.20 (p.208), τὸ δ. μέρος op. δημηγορικόν D.H.Th.55.4
subst. τὸ δ. op. τὸ μιμητικόν Procl.Chr.11
gram., como uno de los valores de ὡς Trypho Fr.61
subst. τὸ διηγηματικόν la secuencia narrativa, e.e. el estilo indirecto A.D.Synt.256.10.
2 de pers. aficionado a contar c. gen. ὀνείρων Plu.2.631a, ὁ ... ποιητὴς δ. ὤν Sch.Er.Il.2.788 (p.169).
II adv. -ῶς en forma narrativa, en forma expositiva Hermog.Inu.4.8 (p.195), Corn.Rh.112, D.L.9.103, Eus.DE 5.17 (p.240), Is.53.1 (p.334), Gr.Nyss.M.44.1189A, Thdt.H.Rel.21.35.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διηγηματικός, -ή, -όν)
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο διήγημα ή στη διήγηση, ο κατάλληλος για διήγηση
2. το ουδ. ως ουσ. το διηγηματικό
η αφηγηματική ικανότητα
αρχ.
αυτός που του αρέσει να διηγείται.

Russian (Dvoretsky)

διηγημᾰτικός:
1) рассказывающий, повествовательный (μίμησις Arst.);
2) любящий рассказывать (ὀνείρων Plut.).