δυσάνολβος
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
ον, strengthened for ἄνολβος, Emp.124.
German (Pape)
[Seite 675] sehr unglücklich, Empedocl. 352.
Greek (Liddell-Scott)
δυσάνολβος: -ον, ἐπιτεταμ. ἄνολβος, Ἐμπεδ. 352.
Spanish (DGE)
-ον desafortunado θνητῶν γένος Emp.B 124.
Greek Monolingual
δυσάνολβος, -ον (Α)
πολύ δυστυχισμένος.
Russian (Dvoretsky)
δυσάνολβος: крайне несчастный Emped.