διοχυρόω
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
strengthened for ὀχυρόω, Plb.5.46.3 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
διοχῠρόω: ἐπιτεταμ. ὀχυρόω, Πολύβ. 5. 46, 3.
Spanish (DGE)
fortificar en v. pas., Plb.5.46.3.
Russian (Dvoretsky)
διοχῠρόω: сильно укреплять (διωχυρωμένος τάφροις καὶ χάραξι Polyb.).