εὐθυγενής

From LSJ
Revision as of 09:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῠγενής Medium diacritics: εὐθυγενής Low diacritics: ευθυγενής Capitals: ΕΥΘΥΓΕΝΗΣ
Transliteration A: euthygenḗs Transliteration B: euthygenēs Transliteration C: efthygenis Beta Code: eu)qugenh/s

English (LSJ)

prob. f.l. for -τενής in Suid., Phot.

Greek Monolingual

εὐθυγενής, -ές (ΑΜ)
1. ο πρωτότοκος
2. ο νεογέννητος
3. (για βλαστούς) αυτός που αναπτύσσεται κανονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -γενής < γένος (πρβλ. α-γενής, ευ-γεννής)].