θεήμων
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, Ion. for θεάμων, APl.5.365.
German (Pape)
[Seite 1191] ion. = θεάμων, Stat. athl. 40 (Plan. 365).
French (Bailly abrégé)
ion. c. θεάμων.
Greek (Liddell-Scott)
θεήμων: -ονος, ὁ, ἡ, Ἰων. ἀντὶ θεάμων, Ἀνθ. Πλαν. 365.
Greek Monolingual
θεήμων, ὁ, ἡ (Α)
ιων. τ. του θεάμων.
Greek Monotonic
θεήμων: -ονος, ὁ, ἡ, Ιων. αντί θεάμων, σε Ανθ. Π.