τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
Full diacritics: θηρότις | Medium diacritics: θηρότις | Low diacritics: θηρότις | Capitals: ΘΗΡΟΤΙΣ |
Transliteration A: thērótis | Transliteration B: thērotis | Transliteration C: thirotis | Beta Code: qhro/tis |
θηρότις, ἡ (Α)
θηρεύτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θήρα, επίθ. κατά το αγρότις].