θυλακώδης
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
θυλακώδες, = θυλακοειδής, Thphr. HP 3.7.3, Dsc.1.90, Mnesith. Cyz. ap. Orib.inc.15.8.
German (Pape)
[Seite 1222] ες, = θυλακοειδής, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
θῡλᾰκώδης: -ες, = θυλακοειδής, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 7, 3.
Greek Monolingual
θυλακώδης, -ες (Α) θύλακος
θυλακοειδής.