μείλινος

From LSJ
Revision as of 18:24, 5 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q.v." to "q.v.")

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μείλῐνος Medium diacritics: μείλινος Low diacritics: μείλινος Capitals: ΜΕΙΛΙΝΟΣ
Transliteration A: meílinos Transliteration B: meilinos Transliteration C: meilinos Beta Code: mei/linos

English (LSJ)

η, ον, Ep. for μέλινος (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

μείλινος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ μέλινος, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

1η, ον :
épq. c. μέλινος.
2ος, ον :
c. μείλιχος.

English (Autenrieth)

(μελίη): ashen. (Il.)
see μέλινος.

Greek Monolingual

μείλινος, -ίνη, -ον (Α)
βλ. μέλινος (II).

Greek Monotonic

μείλῐνος: Επικ. αντί μέλινος.

Russian (Dvoretsky)

μείλινος: Eur. = μειλίχιος.
μείλῐνος: эп. = μέλινος.