μείλινος
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
English (LSJ)
η, ον, Ep. for μέλινος (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
μείλινος: -η, -ον, ποιητ. ἀντὶ μέλινος, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
1η, ον :
épq. c. μέλινος.
2ος, ον :
c. μείλιχος.
English (Autenrieth)
(μελίη): ashen. (Il.)
see μέλινος.
Greek Monolingual
μείλινος, -ίνη, -ον (Α)
βλ. μέλινος (II).
Greek Monotonic
μείλῐνος: Επικ. αντί μέλινος.