μεμετιμένος
From LSJ
οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked
English (LSJ)
Ion. for μεθειμένος, pf. part. Pass. of μεθίημι (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
μεμετιμένος: Ἰων. ἀντὶ μεθειμένος, μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ μεθίημι, Ἡρόδ. 5, 108., 6, 1, κτλ.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. ion. de μεθίημι.
Greek Monotonic
μεμετιμένος: Ιων. αντί μεθειμένος, μτχ. Παθ. παρακ. του μεθίημι.
Russian (Dvoretsky)
μεμετιμένος: Her. part. pf. pass. к μεθίημι.